- κουφιστικός
- κουφιστικός, -ή, -όν (Α) [κουφίζω (II)]αυτός που ελαφρύνει από κάτι, ανακουφιστικός («κουφιστικὸς τῶν ἐπαχθῶν», Ιεροκλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουφιστικόν — κουφιστικός lightening masc acc sg κουφιστικός lightening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφιστικοί — κουφιστικός lightening masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφιστικώτατοι — κουφιστικός lightening masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)